- ἐκφερομυθεῖσθαι
- ἐκφερομυθέωrevealpres inf mp (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκφερομυθώ — ἐκφερομυθῶ ( έω) (Α) αποκαλύπτω, κοινολογώ, προδίνω, φανερώνω μυστικά («ἐκφερομυθεῑσθαί τι τῶν πραττομένων», Αιν.) … Dictionary of Greek